ηθολόγος, ο — η αυτός που ασχολείται με την ηθολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠθολόγοις — ἠθόλογος painting character masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθολόγων — ἠθόλογος painting character masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθολογώ — (Α ἠθολογῶ, έω) [ηθολόγος] νεοελλ. ασχολούμαι, καταγίνομαι με την ηθολογία αρχ. περιγράφω, μιμούμαι τα ήθη και τον χαρακτήρα κάποιου, είμαι ηθολόγος («κωμῳδία τις ἐστιν ἠθολογουμένη» είναι μια ηθογραφική κωμωδία, Λογγίν.) … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… … Dictionary of Greek
ηθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθολογία ή στον ηθολόγο. επίρρ... ηθολογικώς και ηθολογικά με τρόπο ηθολογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] … Dictionary of Greek